- ξεπουπουλιάζω
- ξεπουπουλιάζω, ξεπουπούλιασα βλ. πίν. 35
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ξεπουπουλιάζω — 1. αφαιρώ τα φτερά πτηνού, μαδώ 2. (για πρόσ. που καβγαδίζουν) ξεμαλλιάζω 3. (για πτηνό) αρχίζω να αποκτώ φτερά 4. αποσπώ υλικά οφέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + πούπουλο] … Dictionary of Greek
ξεπουπουλιάζω — ξεπουπούλιασα, ξεπουπουλιάστηκα, ξεπουπουλιασμένος, και ξεπουπουλίζω ξεπουπούλισα, ξεπουπουλίστηκα, ξεπουπουλισμένος 1. μτβ., αφαιρώ, βγάζω τα πούπουλα πτηνού, μαδώ: Ξεπουπούλιασε την κότα. 2. βγάζω τις τρίχες του κεφαλιού κάποιου: Πιάστηκαν από… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
ξεπουπούλιασμα — το [ξεπουπουλιάζω] 1. η αφαίρεση τών φτερών πτηνού, μάδημα 2. ξεμάλλιασμα κατά τον καβγά 3. απόκτηση φτερών 4. οικονομική αφαίμαξη … Dictionary of Greek